- πλακωτός
- -ή, -ό / πλακωτός, -ή, -όν, ΝΜ [πλακώ](για δάπεδα) ο στρωμένος με πλάκες, πλακόστρωτοςνεοελλ.1. αυτός που μοιάζει με πλάκα, πλακοειδής, πεπλατυσμένος («πλακωτή μύτη»)2. το ουδ. ως ουσ. το πλακωτόείδος παιχνιδιού στο τάβλι.
Dictionary of Greek. 2013.